-
1 χείλι
[хили] ουσ. о. губа, край,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χείλι
-
2 губа
-
3 губа
губа Iж τό χείλος, τό χείλι:надуть гу́бы σουφρώνω τά χείλια, κατεβάζω τά μούτρα· ◊ у него губа не ду́ра погов. αὐτός ξέρει νά διαλέγει.губ||а IIж геогр. (залив) ὁ κόλπος, ὁ ὀρμος, ὁ κολπίσκος. -
4 рассекать
рассекатьнесов1. (воздух, волны и т. п.) (δια)σχίζω·2. (разрезать) τέμνω, διατέμνω, κόβω/ анат. ἀνατέμνω:\рассекать на куски́ διαμελίζω, κομματιάζω· \рассекать губу́ σχίζω τό χείλι. -
5 губа
[γκουμπά/] ουσ. θ. χείλι -
6 βροντώ
[γκουμπά] ουσ θ χείλι -
7 губа
[γκουμπά] ουσ θ χείλι -
8 губа
губа 1-ы, πλθ. губы, δοτ. -ам θ.1. το χείλος, χείλι•накрашенные -ы βαμμένα χείλη•
жать -ы σφίγγω τα χείλη.
2. πλθ. -ы τα σιαγόνια, οι δηκτήρες των διαφόρων λαβίδων.εκφρ.у него губа не дура – αυτός ξέρει να διαλέγει•не по твоим -ам – δεν είναι για σένα, για τα δόντια σου•по -ам помазать – (απλ.) γλυκαίνω (ερεθίζω) και δε δίνω•молоко на -ах не обсохло – το γάλα δε στέγνωσε ακόμα στα χείλη (είναι μικρός ακόμα).губа 2-ы θ.κόλπος, όρμος (βορ. θαλασσών).губа 3-ы θ. παλ., επαρχία. -
9 закусить
закусить 1-ушу, -усишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закушенный, βρ: -шен, -а, -оρ.σ.μ.δαγκώνω•закусить губу δαγκώνω το χείλι.
εκφρ.закусить удила – α) εξανίσταμαι, δεν υπακούω πια (για άλογο), θ) αποχαλινώνομαι•закусить язык – δαγκώνω τη γλώσσα (σιγώ, το βουλώνω).закусить 2-ушу, -усишьρ.σ.1. κολατσίζω, τρώγω πρόχειρα, τσιμπώ•закусить наскоро τρώγω στα πεταχτά.
2. μ. πίνω με... закусить водку рыбкой πίνω βότκα με μεζέ ψαράκι•закусить лекарство конфеткой παίρνω φάρμακο και αμέσως μετά καραμέλα.
|| παίρνω μεζέ πριν το φαγητό.δαγκώνομαι. -
10 трегубый
επ. παλ. • τρίχειλος (με κομμένο το ένα χείλι στα δυο).
См. также в других словарях:
χείλι — χείλι, το και χείλος, το καθεμιά από τις μυώδεις πτυχές του δέρματος του προσώπου, οι οποίες περιβάλλουν το στόμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χείλι — το, Ν το χείλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το όν. χεῖλος, μέσω ενός τ. πληθ. χείλη α (αντί χείλη) > χείλια, κατά το σχήμα μάτι: μάτια (πρβλ. στήθι < στήθη α < στήθος)] … Dictionary of Greek
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Nomen im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen — sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit individuellem Deklinationsschema … Deutsch Wikipedia
Unregelmäßige neugriechische Substantive — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
αχνός — (I) ο 1. το πολύ ψιλό αλεύρι 2. το πολύ λεπτό λινό 3. η γύρη των λουλουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. άχνη, με επίδραση του αχνός (II) «ατμός»]. (II) ο 1. ατμός από φαγητό ή υγρό που βράζει 2. άχνα, αναπνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αχνός (II) προήλθε από το αρχ … Dictionary of Greek
μεσόχειλο — το το μέσο τών χειλιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + χείλι] … Dictionary of Greek
σκέλι — το, Ν 1. σκέλος 2. στον πληθ. τα σκέλια α) τα κάτω άκρα τού ανθρώπου, σκέλη β) τα πόδια τών τετράποδων ζώων και, ιδίως, τών οπίσθιων 3. φρ. «έβαλε την ουρά στα σκέλια» μτφ. υποχώρησε, υπέκυψε ντροπιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σκέλι έχει σχηματιστεί… … Dictionary of Greek
στάζω — ΝΜΑ 1. χύνω κατά σταγόνες, αφήνω υγρό να πέσει σταγόνα σταγόνα (α. «τού έσταξα κολλύριο στα μάτια» β. «ἱδρῶτα σώματος στάζων ἄπο», Ευρ. γ. «στάζουσι κόραι δακρύοισιν ἐμαί», Ευρ. δ. «Πατρόκλω... νέκταρ στάξε κατὰ ῥινῶν», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω να… … Dictionary of Greek